ριζοφυΐα — η / ῥιζοφυΐα, ΝΜΑ [ῥιζοφυής] η έκφυση ριζών … Dictionary of Greek
ῥιζοφυίας — ῥιζοφυίᾱς , ῥιζοφυία putting out of roots fem acc pl ῥιζοφυίᾱς , ῥιζοφυία putting out of roots fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)